θωρακικά

θωρακικά
(thorαcicα). Τάξη θαλασσινών θυσανόποδων καρκινοειδών. Περιλαμβάνει ζώα που έχουν χάσει την ικανότητα να κολυμπούν και ζουν κολλημένα σε σκληρές επιφάνειες, πάνω σε βράχους, στις αποβάθρες, στα συντρίμμια ναυαγίων, στους εξωσκελετούς άλλων καρκινοειδών και στα όστρακα άλλων ζώων. Τα ζώα αυτά είναι κρεμασμένα μέσα στο κέλυφός τους και κινούν μόνο τα πόδια τους, τα οποία καταλήγουν σε νήματα που ονομάζονται θύσανοι. Με την κίνηση των θυσάνων δημιουργούν ρεύμα νερού, απαραίτητο για τις αναπνευστικές και θρεπτικές ανάγκες τους. Είναι ερμαφρόδιτα και διατηρούν τα αβγά στο σώμα τους, ωσότου γίνει η εκκόλαψη και βγουν οι προνύμφες, οι οποίες αναπτύσσονται στο νερό και αλλάζουν πολλές μορφές έως την τελική τους διαμόρφωση. Τα θ. ζουν κατά μεγάλες ομάδες σε όλες και κυρίως στις ζεστές θάλασσες, σε βάθος έως 300 μ. Τρέφονται με μικρά θαλασσινά ζώα, τα οποία συλλαμβάνουν με τα θυσανωτά πόδια τους. Περιλαμβάνουν τρεις υποτάξεις, τα λεπαδόμορφα, τα βερρυκόμορφα και τα βαλανόμορφα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θωρακικά — θωρακικός suffering in the chest neut nom/voc/acc pl θωρακικά̱ , θωρακικός suffering in the chest fem nom/voc/acc dual θωρακικά̱ , θωρακικός suffering in the chest fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωρακικός — ή, ό (Α θωρακικός, ή, όν) [θώραξ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θώρακα («θωρακικοί σπόνδυλοι») νεοελλ. ζωολ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα θωρακικά τάξη θυσανόποδων καρκινοειδών αρχ. 1. αυτός που πάσχει από νόσο τού θώρακα, αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • δίπνευστοι ή δίπνοοι — Ομάδα ψαριών του γλυκού νερού. Αναπτύχθηκαν κατά τον παλαιοζωικό και μεσοζωικό αιώνα και σήμερα περιλαμβάνουν μόνο τρία γένη. Οι δ. θεωρούνται κατηγορία μεταβατικών ζώων, μεταξύ ψαριών και αμφίβιων, εξαιτίας των οδοντικών πλακών, της κατασκευής… …   Dictionary of Greek

  • δελφίνι — (delphinus delphis).Θηλαστικό της οικογένειας των δελφινιδών, της τάξης των κητωδών. Το σώμα του είναι ατρακτοειδές, όμοιο με ψαριού. Μπορεί να φτάσει τα 2,5 μ. σε μήκος. Στη ράχη του φέρει ένα πτερύγιο σε σχήμα δρέπανου. Τα μπροστινά άκρα του… …   Dictionary of Greek

  • βαθύπτερος — (bathypterus). Γένος ψαριών της οικογένειας των μυκτοφιδών. Ζουν σε μεγάλα θαλάσσια βάθη, στον Β Ειρηνικό (μέχρι 1.500 μ.) και έχουν ιδιόμορφα θωρακικά πτερύγια. Σε αυτά, οι δύο ανώτερες ακτίνες αναπτύσσονται υπέρμετρα και φτάνουν μέχρι την ουρά …   Dictionary of Greek

  • ισόποδα — (isopoda). Τάξη καρκινοειδών μαλακοστράκων, που χωρίζονται σε υδρόβια και χερσαία. Από αυτά, τα πρώτα ζουν στις θάλασσες και στα γλυκά νερά, ενώ τα δεύτερα στα υγρά εδάφη. Το κεφάλι τους ενώνεται με το πρώτο ή με τα δύο πρώτα θωρακικά μεταμερή,… …   Dictionary of Greek

  • νευροφυτικό σύστημα — Σχηματίζεται από δύο βασικά συστήματα: το συμπαθητικό και το παρασυμπαθητικό· έργο του είναι να ρυθμίζει τη δραστηριότητα των ζωικών λειτουργιών του οργανισμού. Από πολλούς επιστήμονες θεωρείται αυτόνομο νευρικό σύστημα, γιατί στην άσκηση της… …   Dictionary of Greek

  • αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… …   Dictionary of Greek

  • βατραχόψαρο — Ψάρι τελεόστεο, γνωστό επιστημονικά ως λοφίας οαλιεύς (lophius piscatorius). Το μεγάλο κεφάλι του και το μπροστινό μέρος του σώματός του είναι πεπλατυσμένα, γι’ αυτό πολύ λίγο προεξέχει από την επιφάνεια του αμμώδους ή λασπώδους βυθού, στον οποίο …   Dictionary of Greek

  • γόπα — Ψάρι τελεόστεο της τάξης των περκομόρφων, της οικογένειας των σπαριδών. Το μήκος του φτάνει έως 30 εκ. είναι σχεδόν ατρακτοειδές και ελαφρά πεπιεσμένο στα πλευρά. Έχει δύο μεγάλα μάτια με διάμετρο περίπου ίση με το ένα τρίτο του μήκους της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”